Απηχήσεις της Οδύσσειας στο ελεγειακό ταξίδι της 1.3 του Τιβούλλου . . .
Περίληψη
Η τρίτη ελεγεία του πρώτου Βιβλίου του ρωμαίου ελεγειακού ποιητή Τιβούλλου ανήκει στις ελεγείες του κύκλου του πάτρωνά του, του Μεσσάλλα (1.1, 3, 5, 7). Στη συγκεκριμένη ελεγεία το ελεγειακό «εγώ» φαίνεται να ακολουθεί τον Μεσσάλλα σε μια εκστρατεία στην Ανατολή, αλλά στην πορεία του ταξιδιού νοσεί και εγκαταλείπεται στη Φαιακία με μόνη συντροφιά τη μοναξιά και τη μελαγχολία. Ο ελεγειακός μεταθέτει αυτή την τρομακτική εμπειρία στον κόσμο της μυθολογίας και υποδεικνύει παραλληλισμούς μεταξύ του εαυτού του και του περιπλανώμενου Οδυσσέα που ναυάγησε στο ίδιο νησί στη ραψωδία ε και ζ. Ο Μύθος του Οδυσσέα παραμένει ως «σκηνικό» καθ όλη την ελεγεία και η σκιά του ομηρικού αρχέτυπου πλανιέται πάνω από το ελεγειακό εγώ που ακολουθεί τις ίδιες διαδρομές του νόστου του Οδυσσέα. Ο ομηρικός όμως ήρωας μεταμορφώνεται σε ελεγειακό αντιήρωα. Ο Τίβουλλος βλέπει τον εαυτό του εγκαταλελειμμένο στη Φαιακία στο έλεος της αρρώστιας του, όπως ο Οδυσσέας ήταν εγκαταλελειμμένος στη Φαιακία. Έχοντας συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου, ο Τίβουλλος φαντάζεται ότι η ίδια η Αφροδίτη θα οδηγήσει την ψυχή του στα Ηλύσια Πεδία. Στον αντίποδα των Ηλυσίων βρίσκονται τα Τάρταρα, ένας χώρος βασανιστηρίου προορισμένος για τους αμαρτωλούς κατά του Έρωτα. Ακόμη και στο τέλος της ελεγείας το ομηρικό αρχέτυπο βρίσκεται πίσω από τη σκέψη του ποιητή. Όπως ο Οδυσσέας, υποτιθέμενος νεκρός, επιστρέφει στην Πηνελόπη από τον Άλλο Κόσμο, έτσι και ο Τίβουλλος επιστρέφει θριαμβευτής από την υπερκόσμια Φαιακία της ποίησής του.
ABSTRACT
Tibullus 1.3 belongs to the group of elegies addressed to Messalla (1.1, 3, 5, 7). In the particular elegy, the elegiac «ego» appears to follow Messalla in his expedition to the East. However, during the journey the elegiac speaker experiences an illness and is abandoned in Phaeacia with his loneliness and
melancholy as sole companion. The elegiac poet projects this horrible experience onto the world of myth and parallels himself to the wandering Odysseus who ended up shipwrecked in the same island in Odyssey 5 and 6. The story of Odysseus remains as the «setting» throughout the elegy and the shadow of the Homeric archetype haunts the elegiac «ego», which follows the same course of Odysseus nostos. As the elegy unravels, however, we see the Homeric hero transforming himself into an elegiac antihero. Tibullus sees himself abandoned in Phaeacia, at the mercy of his illness, in the same way Odysseus was abandoned in Phaeacia. Having come to terms with the idea of death, Tibullus imagines that Aphrodite herself will lead his soul to Elysium. On the other side of Elysium lies Tartarus, a place of torture designated for those who sinned by fighting against Amor. The Homeric archetype remains in the poets thought to the end of the poem. Just like Odysseus, who, even though alleged to be dead, came back to Penelope from the dead, Tibullus makes a triumphant return from the outlandish Phaeacia of his poetry.
Λέξεις κλειδιά
Πλήρες Κείμενο:
PDFΑναφορές
BALL, R.J. (1971), The Structure of Tibulluss Elegies, New York: diss., Columbia University.
BALL, R.J. (1983), Tibullus the Elegist: A Critical Survey, Hypomnemata 77, Göttingen.
BERTOLI, E. (1991), Lelegia 1.3 di Tibullo, Padova.
BONJOUR, M. (1976), Terre Natale: Études sur une composante affective du patriotisme romain, Paris.
BRAZOUSKI, A. (1990),«Lovers in Elysium», Classical Bulletin 66, 35-36.
BRIGHT, D.F. (1978), Haec mihi fingebam: Tibullus in His World, Leiden: Cincinnati Classical Studies 3.
JACOBSON, H. (1974), Ovids Heroides, Princeton: University Press.
CAIRNS, F. (1979), Tibullus: A Hellenistic Poet at Rome, Cambridge.
CAMPBELL, C. (1973), «Tibullus: Elegy I.3», Yale Classical Studies 23, 147-157.
CILLIERS, J.F. (1974), «The Tartarus Motif in Tibullus Elegy 1, 3», Acta classica 17, 75-79.
DREWS, H. (1952), Der Todesgedanke bei den römischen Elegikern, Kiel.
EISENBERGER, H. (1960), «Der innere Zusammenhang der Motive in Tibulls Gedicht 1, 3», Hermes 88, 188-197.
FARRELL, J. (1991), Vergils Georgics and the Traditions of Ancient Epic: The Art of Allusion in Literary History, Oxford.
FISHER, J.M. (1983), «The Life and Work of Tibullus», Aufstieg und Niedergang der römischen Welt II 30.3, 1924-1961.
GATZ, B. (1967), Weltalter, goldene Zeit und sinnverwandte Vorstellungen. Spudasmata 16, Hildesheim.
GOTOFF, H.C. (1974), «Tibullus: Nunc levis est tractanda Venus», Harvard Stu-dies in Classical Philology 78, 231-251.
GRIMAL, P. (1958), «Le roman de Délie et le premier livre des Élégies de Tibulle», Revue des études anciennes 60, 131-141.
GRIMAL, P. (1960), «Tibule et Hésiode», στο Hésiode et son influence Vandoeuvres-Genève: Fondation Hardt: Entretiens sur l'antiquité classique 7, 271-301.
HANSLIK, R. (1970), «Tibulls Elegie I, 3», στο W. WIMMEL (εκδ.): Forschungen zur römischen Literatur. Festschrift zum 60. Geburtstag von Karl Büchner, 138-145, Wiesbaden.
HARMON, D.P. (1986), «Tibullus and the Rural Festival», Aufstieg und Nieder-gang der römischen Welt II 16.3, 1943-1955.
HENDERSON, A.A.R. (1969), «Tibullus, Elysium and Tartarus», Latomus 28, 649-653.
HOUGHTON, L.B.T. (2007), «Tibullus elegiac underworld», Classical Quarterly 57, 153-163.
KENNEDY, D.F. (1993), The Arts of Love: Five Studies in the Discourse of Roman Love Elegy, Cambridge.
LA PENNA, A. (1962), «Esiodo nella cultura e nella poesia di Virgilio», στο Hésiode et son influence, Vandoeuvres-Genève: Fondation Hardt. Entretiens sur l'antiquité classique VII, 213-270.
LEE-STECUM, P. (1998), Powerplay in Tibullus: Reading Elegies Book One, Cambridge.
LEFÈVRE, E. (1988), «Die unaugusteischen Züge der augusteischen Literatur», στο G. BINDER (εκδ.), Saeculum Augustum. II: Religion und Literatur, Darm-stadt: Wege der Forschung 512, 173-196.
MALTBY, R. (2002), Tibullus: Elegies. Text, Introduction and Commentary (AR-CA). Classical and Medieval Texts, Papers and Monographs 41, Cam-bridge.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, Δ.Ν. (2006), Ομήρου Οδύσσεια. Μετάφραση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη.
MASARACCHIA, E. (1982), «Tantalo nelloltretomba di Tibullo 1, 3, 67-80», Rivista di filologia e distruzione classica 110, 429-434.
MCLOUGHLIN, T. (1966), «Nunc ad bella trahor ... Tibullus I, x, 13», Latomus 25, 287-290.
MILLS, D.H. (1974), «Tibullus and Phaeacia: a Reinterpretation of 1.3», The Classical Journal 69, 226-233.
MOLYVIATI-TOPTSIS, U. (1994), «Vergil's Elysium and the Orphic-Pythagorean Ideas of After-Life», Mnemosyne 47, 33-46.
MORELLI, A.M. (1991), «I Saturnia regna nellelegia 1, 3 di Tibullo», MD 26, 175-187.
MOSSBRUCKER, B. (1983), Tibull und Messalla. Eine Untersuchung zum Selbstver-ständnis des Dichters Tibull, Bonn: Habelts Dissertationsdrucke. Reihe Klassische Philologie 34.
MURGATROYD, P. (1980), Tibullus I: A Commentary on the First Book of the Elegies of Albius Tibullus, Pietermaritzburg.
ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ, Θ.Δ. (1994), «Από την Ελληνική στη Ρωμαϊκή ελεγεία», Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 4, 137-172.
PAPAIOANNOU, S. (2003), «Founder, Civilizer and Leader: Vergils Evander and his Role in the Origins of Rome», Mnemosyne 56.6, 680-702.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ Π. (2010), Rura cano: η επιβίωση της ησιόδειας ποίησης στον Τίβουλλο και η ειδολογική ανασύνθεσή της. Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: ΕΚΠΑ.
PERRELLI, R. (2002), Commento a Tibullo: Elegie, Libro I. Studi di Filologia Antica e Moderna, Soveria Mannelli.
PETERSEN, B. (1952), Kommentar zu Tibulls Todeselegie (I.3), Freiburg.
PIERI, M.-P. (1988), «Lautocompianto funebre del poeta elegiaco», στο Munus amicitiae. Scritti in memoria di Alessandro Ronconi. Quaderni di filologia latina IV, 2, 98-111, Firenze.
PUTNAM, M.C.J. (1973), Tibullus: A Commentary, Okl.: Norman.
RHORER, C.C. (1974), Tibullus: a structural analysis of the elegies of the first book, Yale University: Diss.
RIPOSATI, B. (1968), Introduzione alle studio di Tibullo, Milano.
ROSCHER, W.H. (1890-1924), Ausführliches Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie, Leipzig.
SCHMIDT, V. (1985), «Hic ego qui iaceo: Die lateinischen Elegiker und ihre Grabschrift», Mnemosyne 38, 307-333.
SMITH, K.F. (1913), The Elegies of Albius Tibullus. The Corpus Tibullianum. Edited with Introduction and Notes on Books I, II and IV 2-14, New York.
WIFSTRAND SCHIEBE, M. (1981), Das ideale Dasein bei Tibull und die Goldzeitkonzeption Vergils. Acta Universitatis Upsaliensis: Studia Latina Upsaliensia 13, Uppsala.
WIMMEL, W. (1968), Der frühe Tibull. Studia et Testimonia Antiqua 6, München.
Εισερχόμενη Αναφορά
- Δεν υπάρχουν προς το παρόν εισερχόμενες αναφορές.
© e-PUB ΒΚΠ ΕΚΠΑ - Περιοδικό Παρουσία